- τετραμερία
- τετρᾰ-μερία, ἡ,A formation in four divisions,
-ίᾳ πορεύεσθαι Ascl.Tact.11.6
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
-ίᾳ πορεύεσθαι Ascl.Tact.11.6
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τετραμερίᾳ — τετραμερίᾱͅ , τετραμερία formation in four divisions fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραμερία — (I) ἡ, Α [τετραμερής] σχηματισμός σε τέσσερεις ομάδες. (II) η, Ν βλ. τετραημερία … Dictionary of Greek